όμποε

όμποε
Πνευστό μουσικό όργανο με διπλό καλάμι σαν της πίπιζας, εφαρμοσμένο σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας· σε αυτόν προσαρμόζουν τα κλειδιά. Η ονομασία προέρχεται από τα γαλλικά hautbois (ψηλό ξύλο) που προσδιόριζε το όργανο αυτό, για να διακρίνεται από το βαθύφωνο της ίδιας οικογένειας, basson (φαγκότο). Ο ήχος του o., αν και διατηρεί μια σταθερή γλυκύτητα και είναι κατάλληλος για ποιμενικές σκηνές, είναι οξύς και διαπεραστικός. Η έκταση των φθόγγων είναι περίπου δύο οκτάβες και μισή. Καταγόμενο από την προϊστορική εποχή (η χρήση των διπλών καλαμιών δεν ήταν άγνωστη στους αρχαίους Κινέζους, Αιγυπτίους και Έλληνες), το ό. τελειοποιήθηκε στη Γαλλία κατά τα τέλη του 17ου αι. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ορχήστρα (1674) του Ρομπέρ Καμπέρ (1628-1677) στην όπερα Pomone και επιβλήθηκε ως όργανο σολίστ στα κονσέρτα του Βιβάλντι, του Μπαχ, του Χαίντελ, και στις ρoμάντσες του Σούμαν με συνοδεία πιάνου. Κατέχει ένα αναλλοίωτο γόητρο ήχου (τίμπρου) και έκφρασης στις πιο ποικίλες μουσικές δημιουργίες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τα σόλο του ό. στον Ταγχώυζερ του Βάγκνερ, την εισαγωγή Γουλιέλμος Τέλλος του Ροσίνι, το Δάφνις και Χλόη του Ραβέλ. Ένας ιδιαίτερος τύπος του ό. (ό.-κοντράλτο), που προήλθε από το ό. του κυνηγιού, είναι το αγγλικό κόρνο, του οποίου οι δυνατότητες του τίμπρου και του εκφραστικού ήχου μεταχειρίστηκε λ.χ. ο Βάγκνερ στη μελωδία με την οποία ανοίγει η τρίτη πράξη του Τριστάνου και Ιζόλδης. Ινδικό όμποε. Το όργανο αυτό θεωρείται πανάρχαιο. Σύγχρονο ευρωπαϊκό όμποε. Το αγγλικό κόρνο εivaι πνευστό μουσικό όργανο, ιδιαίτερος τύπος του όμποε.
* * *
το
1. μουσ. είδος ξύλινου πνευστού μουσικού οργάνου με κωνικό σχήμα και με διπλό γλωσσίδι
2. στρ. τύπος βρετανικού ραντάρ κατάλληλου για τον εντοπισμό συστημάτων βομβαρδισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. oboe < γαλλ. hautbois < γαλλ. haul «ψηλός» + bois «ξύλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξύαυλος — Πνευστό μουσικό όργανο με διπλή γλωττίδα που ονομάζεται και οξυβόας. Αντιστοιχεί προς το όμποε. Ήδη από την αρχαιότητα ήταν γνωστό στους Έλληνες και στους Αιγυπτίους και ανήκε στην κατηγορία των αυλών. Χρησιμοποιήθηκε και πάλι κατά τον Μεσαίωνα… …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • κοντραφαγκότο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο της οικογένειας του όμποε. Είναι παραλλαγή του φαγκότου (βαρύαυλου), αλλά ηχεί μία οκτάβα χαμηλότερα. Έχει διπλό γλωσσίδι και το μήκος του σωλήνα του είναι 5 μ. και αναδιπλώνεται τέσσερις φορές. Κατασκευάστηκε στις… …   Dictionary of Greek

  • πίπιζα — Αερόφωνο μουσικό όργανο της οικογένειας των ζουρνάδων. Ο σωλήνας της, που καταλήγει σε καμπάνα, έχει 12 15 τρύπες, από τις οποίες οι 8 μόνο παράγουν φθόγγους, ενώ οι άλλες προορίζονται για την αρμονία του ήχου και τη διακόσμηση. Ο ήχος παράγεται… …   Dictionary of Greek

  • μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… …   Dictionary of Greek

  • οξυβόας — ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης) νεοελλ. μουσ. ο οξύαυλος, το όμποε αρχ. ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούς β) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατά γ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βόας …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… …   Dictionary of Greek

  • σαξόφωνο — Πνευστό μουσικό όργανο που το εφεύρε το 1840 ο Βέλγος κατασκευαστής μουσικών οργάνων Αντόλφ Σαξ (1814 1894). Συνίσταται από ένα χάλκινο σωλήνα με κωνικό σχήμα, που έχει κλειδιά όπως το όμποε και απλό επιστόμιο όμοιο με του κλαρίνου. Αφού το 1846… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνικός — ή, ό / συμφωνικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφωνος / συμφωνία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική συμφωνία νεοελλ. 1. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύμφωνα («συμφωνικό σύμπλεγμα») 2. φρ. α) «συμφωνική μουσική» μουσ. κάθε μουσική σύνθεση που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”